νεωκόρου

νεωκόρου
νεώκορος
Aus Lydien
masc gen sg
νεωκόρος
masc gen sg

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Look at other dictionaries:

  • νεωκορία — η (Α νεωκορία και νεωκορεία και ιων. τ. νεωκορίη) [νεωκόρος] το έργο και το καθήκον τού νεωκόρου, η καθαριότητα, η φροντίδα τού ναού …   Dictionary of Greek

  • υπονακόρος — ὁ, Α βοηθός νεωκόρου. [ΕΤΥΜΟΛ. < ὑπ(ο) * + νακόρος, συνηρ. τ. τού νεωκόρος] …   Dictionary of Greek

  • Ρετσέτνακοφ, Φιοντόρ Μιχαήλοβιτς — (Αικατερίνενμπουργκ 1841 – Πετρούπολη 1871). Ρώσος συγγραφέας. Γιος νεωκόρου, σπούδασε στο Περμ και ύστερα έγινε δημόσιος υπάλληλος, έως ότου, το 1863, εγκαταστάθηκε στην Πετρούπολη, όπου τον επόμενο χρόνο δημοσίευσε το μυθιστόρημα Αυτοί από το… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”